Ως βακτηριακή ασθένεια που σχετίζεται με τη συμπεριφορά, η τερηδόνα είναι μία από τις πιο διαδεδομένες ασθένειες στον κόσμο που θα μπορούσαν να αποφευχθούν. Ακόμη και στς αναπτυγμένες χώρες στις οποίες πραγματοποιείται φθορίωση στο νερό και υπάρχει εύκολη πρόσβαση σε φθοριούχες οδοντόκρεμες, μεγάλο ποσοστό των παιδιών εξακολουθεί να υποφέρει από προχωρημένη τερηδόνα. Τα τελευταία 50 χρόνια, η πρόληψη κατά της τερηδόνας έχει επικεντρωθεί κυρίως στην παροχή φθορίου, είτε μέσω του δικτύου του νερού, της οδοντόκρεμας είτε μέσω επαγγελματικών προϊόντων στο οδοντιατρείο.
Η σωστή γνώση των αιτιολογικών παραγόντων της οδοντικής τερηδόνας, ωστόσο, είναι σημαντική στη διαδικασία ανάπτυξης ενός ολιστικού προληπτικού προγράμματος για τον άνθρωπο.
Η απομετάλλωση της επιφάνεια του δοντιού συνήθως οφείλεται σε μείωση του pH κάτω από την κρίσιμη τιμή του που είναι περίπου 5.6. Η κρίσιμη τιμή του pH δεν είναι μία σταθερά, αλλά σχετίζεται με την ποσότητα ασβεστίου και φωσφόρου που υπάρχει, καθώς και με το ίδιο το pH.
Το μικροβίωμα του οδοντικού βιοφιλμ αναπτύσσεται μετά τη γέννηση και επηρεάζεται σημαντικά από την κατανάλωση ζυμώσιμων υδατανθράκων, ιδιαίτερα της σακχαρόζης και της φρουκτόζης. Η παραγωγή οργανικών οξέων από το μεταβολισμό των σακχάρων μειώνει το pH στο βιοφίλμ, δημιουργώντας μια μεταβολή στο μικροβίωμα, γνωστή και ως οικολογική μετατόπιση του Marsh.
Ως εκ τούτου, η διατροφική αλλαγή προς την ουσιαστική μείωση της κατανάλωσης ζαχαρούχων τροφίμων και ποτών είναι το πρώτο βήμα στην πρόληψη της τερηδόνας.
Εκτός από τη διατροφή, το φθόριο εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά σημαντικό για την πρόληψη κατά της τερηδόνας. Ωστόσο, η δράση του φθορίου, ειδικά για την επαναμετάλλωση, περιορίζεται από τη συγκέντρωση βιοδιαθέσιμου ασβεστίου και φωσφόρου στο τοπικό περιβάλλον (υγρό βιοφίλμ). Η επαναμετάλλωση είναι δυνατή μόνο με την παρουσία βιοδιαθέσιμου ασβεστίου και φωσφόρου. Όμως με το σάλιο να είναι η εγγενής πηγή, ο πόρος είναι περιορισμένος. Πρόσφατα, πολλά προϊόντα που περιέχουν ασβέστιο και φώσφορο έχουν αναπτυχθεί και διατίθενται στο εμπόριο.
Ενώ υπάρχουν πολλές έρευνες για την αποτελεσματικότητα αυτής της μεθόδου, τα στοιχεία για πολλούς εξακολουθούν να είναι περιορισμένα. Η αναστολή της απομετάλλωσης και η επακόλουθη επαναμετάλλωση στις πρώιμες τερηδόνες (λευκές κηλίδες) θεωρείται μερικές φορές απίθανη λόγω της αδυναμίας του ασθενούς να μειώσει τους παράγοντες κινδύνου, όπως είναι η ζάχαρη και οι κακές συνήθειες στοματικής υγιεινής, συμπεριλαμβανομένου του μεσοδόντιου καθαρισμού. Η ανεπαρκής ροή του σάλιου και τα αναπτυξιακά ελαττώματα στο σμάλτο είναι επίσης παράγοντες που εμποδίζουν τη θεραπεία.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι προληπτικές εμφράξεις (sealants) μπορούν να είναι αποτελεσματικές, ωστόσο η επαναμετάλλωση της περιοχής μπορεί να μην είναι ύστερα δυνατή. Αυτά τα προϊόντα είτε σφραγίζουν την επιφάνεια της βλάβης είτε διεισδύουν στο πορώδες τμήμα της βλάβης για να μειώσουν την απώλεια μετάλλων από το δόντι και να εμποδίσουν την πρόοδο της βλάβης.
Η πρόληψη της οδοντικής τερηδόνας απαιτεί πολλά περισσότερα από απλές φθοριώσεις. Η σωστή γνώση της πορείας της τερηδόνας βοηθάει τον κλινικό στη διαμόρφωση ενός εξατομικευμένου προληπτικού προγράμματος για τους ασθενείς.